ξυλόστεγος

ξυλόστεγος
ξυλόστεγος, -ον (Μ)
βλ. ξυλοστεγής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξυλοστεγής — ξυλοστεγής, ές (ΑΜ, Μ και ξυλόστεγος, ον) αυτός που έχει ξύλινη στέγη, ξυλοσκέπαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυλον + στέγης (< στέγω «καλύπτω, στεγάζω»), πρβλ. λιθο στεγής. Ο τ. ξυλόστεγος < ξύλον + στεγος (< στέγη), πρβλ. χρυσό στεγος] …   Dictionary of Greek

  • Ορλάνδος, Αναστάσιος — (Αθήνα 1887 – 1979). Έλληνας αρχαιολόγος, φιλόσοφος και αρχιτέκτονας, ομότιμος καθηγητής του πανεπιστήμιου Αθηνών και του Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Διετέλεσε τακτικός καθηγητής της αρχιτεκτονικής μορφολογίας και ρυθμολογΊας του Ε.Μ.Π. (1920 1958)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”